συντηρουμένη

συντηρουμένη
συντηρέω
keep
pres part mp fem nom/voc sg (attic epic)
συντηρέω
keep
pres part mp fem nom/voc sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κλονικός — ή, ό 1. αυτός που γίνεται με κλονισμό ή ταραχή 2. αυτός που είναι πλήρης κλονισμού 3. φρ. ιατρ. «κλονική σύσπαση» ρυθμική συστολή ενός μυός συντηρούμενη χάρη σε μονοσυναπτικό ίδιο αντανακλαστικό, η οποία αποτελεί σημείο βλάβης τής πυραμιδικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”